- αναστρωπή
- ἀναστρωπή, η (Α)λέξη επινοημένη από τον Πλάτωνα (Κρατ., 409 c) για να εξηγήσει (παρετυμολογικά) το αστραπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναστρωπή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)